- φωτοκράτωρ
- φωτοκράτωρlord of lightmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φωτοκράτωρ — ορος, ὁ, Α ο κυρίαρχος τού φωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + κράτωρ (< κράτος, κρατῶ, βλ. λ. αυτοκράτορας), πρβλ. θαλασσο κράτωρ] … Dictionary of Greek
φωτ(ο)- — α συνθετικό λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. φῶς, φωτός και δηλώνει ότι το σύνθ. έχει σχέση με το φως ή αναφέρεται σ αυτό. Το α συνθετικό φωτ(ο) γνώρισε μεγάλη επίδοση στη Νέα Ελληνική, όπου χρησιμοποιήθηκε για τον… … Dictionary of Greek